- δαΐφρων
- (I)δαΐφρων (-ονος), -ον (Α)1. (ως επίθ. πολεμιστών) ο εμπειροπόλεμος, όποιος έχει πείρα και δεξιότητα στα πολεμικά2. (για ιδιότητες ή καταστάσεις) αυτός που έχει ή προκαλεί γενναίο και υπερήφανο φρόνημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Όμηρο ήδη μαρτυρούνται και οι δύο σημασίες τής λ. δαΐφρων «αντρειωμένος, εμπειροπόλεμος» και «έξυπνος, συνετός». Αμφίβολο παραμένει ποια από τις δύο σημασίες υπήρξε η αρχική. Το α' συνθετικό τής λ. δαΐφρων «αντρειωμένος, εμπειροπόλεμος» μπορεί να αναχθεί σε τ. δαι («στη μάχη επική δοτική τής λ. δαΐς [Ι] «πόλεμος, μάχη»), το δε β' συνθετικό στη λ. φρην (πρβλ. αλκίφρων, άφρων). Με τη δεύτερη σημασία («συνετός»), η λ. δαΐφρων ετυμολογείται από το *δα(σ)ίφρων (πρβλ. κυδιάνειρα -κυδρός) < *δα(σ) ί- < IE dns-, συνεσταλμένη βαθμίδα τής ινδοευρωπαϊκής dens- «συνετή απόφαση» (πρβλ. δαήναι, απαρέμφατο τού αορίστου εδάην, και διδάσκω) + -φρων < φρην].————————(II)δαΐφρων (-ονος), -ον (Α)συνετός, ικανός, πεπειραμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δαΐφρων (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.